κρατοῦμαι

κρατοῦμαι
κρατέω
to be strong
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρατούμαι — κρατούμαι, κρατήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: κρατούμαι : κυρίως με την έννοια → φυλακίζομαι προσωρινά (χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη). Εύχρηστη η μτχ. ενεστώτα κρατούμενος και ως ουσιαστικό …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλουτοκρατούμαι — έομαι, Α ζω σε πλουτοκρατικό πολίτευμα, σε πολιτεία πλουτοκρατούμενη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κρατοῦμαι (πρβλ. ξενο κρατούμαι, οικο κρατούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ξενοκρατούμαι — (Α ξενοκρατοῡμαι, έομαι) νεοελλ. (για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους αρχ. βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο κρατούμαι] …   Dictionary of Greek

  • παθοκρατούμαι — παθοκρατοῡμαι, έομαι (Α) κυριεύομαι, κυβερνιέμαι από τα πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κρατοῦμαι (πρβλ. τρομο κρατούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • πονηροκρατούμαι — έομαι, Α κυβερνώμαι, εξουσιάζομαι από κακούς, από φαύλους*· [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. ξενο κρατούμαι] …   Dictionary of Greek

  • τουρκοκρατούμαι — έομαι, Ν (για χώρες και λαούς) κατέχομαι από τους Τούρκους, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κρατούμαι (πρβλ. ξενο κρατούμαι). Η λ., στη μτχ. τουρκοκρατούμενος, μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Ρουσιάδη] …   Dictionary of Greek

  • αραβοκρατούμαι — ( έομαι) είμαι υπό την κυριαρχία των Αράβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + κρατούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Διονύσιο Θερειανό («αραβοκρατουμένη Ισπανία»)] …   Dictionary of Greek

  • αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… …   Dictionary of Greek

  • ενίσχω — ἐνίσχω (AM) άλλ. τ. τού ενέχω* 1. κρατώ μέσα, συγκρατώ ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.) 2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • λαοκρατούμαι — λαοκρατοῡμαι, έομαι (Α) βρίσκομαι υπό δημοκρατικό καθεστώς, δημοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρατοῦμαι (< κράτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”